- οκλάξ
- ὀκλάξ (Α)επίρρ. οκλαδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ-ξ, λα-ξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκλάξ — squat down indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… … Dictionary of Greek